πλειστοδυναμώ

πλειστοδυναμώ
-έω, ΜΑ
1. έχω πολύ μεγάλη δύναμη, ισχύ, προκειμένου να κάνω κάτι
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ πλειστοδυναμοῡν
το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου, η πλειονότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -δυναμῶ (< -δύναμος < δύναμη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”